- καυχηματικός
- καυχ-ηματικός, ή, όν,A boastful, Sch.Il. 8.535 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυχηματικός — καυχηματικός, ή, όν (Α) [καύχημα] ο γεμάτος καύχηση, κομπασμό. επίρρ... καυχηματικῶς (Α) με κομπασμό … Dictionary of Greek
καυχηματικωτέρους — καυχηματικός boastful masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυχηματικῶς — καυχηματικός boastful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)